-
1 ακεστος
3[adj. verb. к ἀκέομαι См. ακεομαι] исцелимый, исправимый(φρένες ἐσθλῶν Hom.)
τὰ μὲν ἀκεστὰ τῆς εὐρήνης, τὰ δ΄ ἀνήκεστα τοῦ πολέμου ποιεῖν Plut. — то, что можно улучшить - решить миром, а чего нельзя - войной
См. также в других словарях:
ακεστός — ἀκεστός, ή, όν (Α) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο ιάσιμος «ἀκεστὰ πράγματα» (Ιπποκρ. Αρθρ. 58), «ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν» (Όμ. Ν 115). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστικός] … Dictionary of Greek